Ἐλαιῶνες κι ἀμπέλια μακριὰ ὡς τὴ θάλασσα
Κόκκινες ψαρόβαρκες μακριὰ ὡς τὴ θύμηση
Ἔλυτρα χρυσὰ τοῦ Αὐγούστου στὸν μεσημεριάτικο ὕπνο
Μὲ φύκια ἢ ὄστρακα. Κι ἐκεῖνο τὸ σκάφος
Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, ποὺ διαβάζεις ἀκόμη
στὴν εἰρήνη τὸν κόλπου τῶν νερῶν ἔχει ὁ Θεός.
Περάσανε τὰ χρόνια φύλλα ἢ βότσαλα
Θυμᾶμαι τὰ παιδόπουλα τοὺς ναῦτες ποὺ ἔφευγαν
Βάφοντας τὰ πανιὰ σὰν τὴν καρδιά τους
Τραγουδοῦσαν τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα.
Κι εἶχαν ζωγραφιστοὺς βοριάδες μὲς στὰ στήθια.